- κολοφώνιος
- -α, -ον (AM κολοφώνιος, -ία, -ιον, Α και κολοφώνειος, -εία, -ειον)1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αρχαία πόλη Κολοφώνα2. (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Κολοφώνιος, η Κολοφωνίαο ή η κάτοικος τής πόλης αυτής («ἐκτήσαντο δὲ ποτε καὶ ναυτικὴν ἀξιόλογον δύναμιν Κολοφώνιοι», Στράβ.)νεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το κολοφώνιοχημ. στερεό υπόλειμμα τής απόσταξης τού αιθέριου ελαίου τής τερεβινθίνης, που παράγεται κατά τη διαδικασία τής εκχύλισης τών ελαιορητινών, οι οποίες εξάγονται από ορισμένα κωνοφόρα δέντρα τού είδους pinus και ιδίως από το πεύκομσν.-αρχ.το θηλ. ως ουσ. ή κολοφωνίαείδος ρητίνηςαρχ.1. (το θηλ., ως ουσ.) είδος φυτού, η σκαμμωνία*2. το ουδ. ως ουσ. το κολοφώνιονα) είδος υποδήματοςβ) είδος λαχανικούγ) μέτρο οίνου στην Αίγυπτο3. φρ. «κολοφώνιον σχῆμα» — σχήμα λόγου κατά τό οποίο χρησιμοποιείται η δοτική αντί τής συνήθους γενικής: «ἡ κεφαλὴ τῷ ἀνθρώπῳ» = ἡ κεφαλὴ τοῡ ἀνθρώπου».[ΕΤΥΜΟΛ. < κολοφών (ή Κολοφών) + επίθημα -ιος / -ειος].
Dictionary of Greek. 2013.